Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

ΤΟ VIAGRA, TO ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ ΚΑΙ Η Α-ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Μια ημέρα πριν τον εορτασμό κάποιου πολιούχου καβαλάρη αγίου, με ένα κόκκινο καπελάκι πήγα βόλτα με επτά δημοσιογράφους και έναν πεταλωτή. 

Στο δρόμο, βρήκα μια …

Γράφει και σατυρίζει
ο Μεθεξής

... άγνωστη λέξη, διακαναλική την ελέγανε.
«Τι πα’ να πει αυτό;» ρώτησα τη συμβία μου την Ανδρομάχη.
«Ε αμάν ρε παιδί μου, τίποτα δεν ξέρεις πια;» μου απαντάει με ύφος χιλίων καρδιναλίων. «Το παιντί θα βγει στο γυαλί το βράδυ και θα μας πει πως θα μας πηδήξει καλύτερα στον 4ο δρόμο της χουντικής παγκοσμιοποίησης».
«Α καλά, θα δω άλλο κανάλι, τους βαρέθηκα ζουζούνα μου» της απαντάω.
«Τι λες βρε Τζετ, δεν έχει άλλο κανάλι!» με κατακεραυνώνει με το δολοφονικό της βλέμμα. «Εδώ μου φάγαν το Νησί από το πρόγραμμα για το παιντί κι εσύ ακόμη ψάχνεσαι; Καλά που δεν μου χαλάσαν το πρόγραμμα και για τον Ονούρ και τη Σεχραζάτ».
Τι να κάνω κι εγώ, ήθελα, δεν ήθελα, στήθηκα και τους παρακολούθησα. Άλλωστε δεν είχα και τίποτα καλύτερο να κάνω ο λευκός συνταξιούχος υπήκοος της χώρας των θαυμάτων. Έβρεχε κιόλας, η μαύρη ομπρέλα μου ήταν από καιρό χαλασμένη και δεν είχα καμία όρεξη για έξω.
Το μόνο που παρατήρησα ήταν το καταπληκτικό χρυσό πορτατίφ με το κόκκινο «καπέλο» στο γραφείο του παιντιού, που δεν ταίριαζε καθόλου γάντι με το μπορντοκόκκινο δερμάτινο (ή από δερματίνη, δεν ξέρω) σετάκι σουμέν. Το μπλε φόντο από πίσω, χάλι μου φάνηκε. Το δε προφίλ του παιντιού, τα λιγοστά χαρτιά μπροστά του και η όλη δίωρη παρουσία του, αισθητικά απαίσια.
Δεν άκουσα τίποτα σχεδόν, καθ΄ ότι κουφός και βαριεστημένος, παρά μία φράση : «θα πολεμήσουμε τη διαφάνεια».
«Διαφάνεια είπε ή Α-διαφάνεια;» ρωτάω τον αιώνιο έρωτα της ζωής μου.
«Μήπως άκουσα κι εγώ; Δεν ξέρω. Σώπα τώρα κι άκου τα υπόλοιπα,. Κι αμάν, μας έπρηξες, αυτό το ακουστικό σου ό,τι ήχους θέλει, πιάνει πια».
«Συγνώμη μωρό μου», μαζεύομαι εγώ -ενώ ξέρω πως κι αυτή φοράει ακουστικό- και συνεχίζω να νυστάζω και να βαριέμαι.
Όταν τελείωσε η βραδινή κωμωδία, φάγαμε τα μεσημεριανά μακαρόνια και πέσαμε για ύπνο κάτω από το ζεστό μας πουπουλένιο πάπλωμα που μας είχαν φέρει δώρο στο γάμο μας πριν από 100 χρόνια κάτι συγγενείς απ’ τα Γιαννιτσά.
«Τη μασέλα σου την έβγαλες;» με ρωτάει αυτή.
«Γιατί, εσύ το ακουστικό σου το έβγαλες;» της απαντώ λίγο θυμωμένα.
«Τα γυαλιά σου που είναι; Στο κομοδίνο ή τα ξέχασες πάλι στην πολυθρόνα και θα τα κάτσω;»
«Ωχ βρε παιδί μου, δεν μας παρατάς; Άσε με να κοιμηθώ, αύριο έχω να πάω και στην εκκλησία νωρίς νωρίς. Πάρε τα 8 χάπια σου, βάλε και τον φακό σου στο κομοδίνο για ασφάλεια μη γκρεμοτσακιστείς τη νύχτα όταν θα πας για κατούρημα και …καληνύχτα»
«Μας έχουν γραμμένους κανονικά πάντως. Εσύ νομίζεις πως κάτι θα αλλάξει;» επιμένει να με πρήζει σκεπασμένη μέχρι το λαιμό η κρυουλιάρα.
«Ναι, στα αρχεία τους. Είμαι σίγουρος» της απαντώ για να την ξεφορτωθώ.
«Και για πότε το βλέπεις Τζετ μου;» συνεχίζει να με εκνευρίζει.
«Για του αγίου πούτσου! Και σβήσε το κόκκινο λαμπατέρ μας, σε παρακαλώ, θέλω επιτέλους να κοιμηθώ!»
«Τούβλο ήσουν και τούβλο θα παραμείνεις για μια ζωή. Όταν έβαζα τις λευκές διαφανείς δαντέλες, άλλα έλεγες και ήθελες…» με καρφώνει υποτιμητικά.

Σιώπησα και έκανα πως κοιμόμουν. Σκεφτόμουν παλιότερες εποχές, τότε στη μεταπολίτευση, όταν με ρουφούσε ολόκληρο κι εμένα και τα γραπτά μου. Όταν τα πυροτεχνήματα και τα συντριβάνια μας έρρεαν άφθονα μετά από τα μεθύσια μας σε χορούς και μουσικές και ήταν πάντα το πρώτο θέμα μας…Μ΄έπιασε η νοσταλγία...

Την άλλη μέρα, σήμερα δηλαδή, βρήκα εφημερεύον φαρμακείο (ένεκα τοπικής αργίας) κι αγόρασα τα μαγικά γαλάζια χαπάκια. Πήρα τηλέφωνο και τον καρδιολόγο και με συμβούλεψε να προσέχω και να μην το παρακάνω. Ίσως να τα βλέπω και όλα γαλαζοπράσινα για μερικές ημερες, αλλά δεν με πειράζει.

Κι έτσι, θα της δείξω εγώ! Θα πει το δεσπότη Παναγιώτη με την πρώτη ευκαιρία και στα όρθια στη βιβλιοθήκη μας! Κι ας φωνάζει κι ας γκρινιάζει όσο θέλει μετά για την ακαταστασία και τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα…

Ελπιδοκρατούντως,

Ο Μεθεξής

Ετικέτες ,

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα