Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

ΤΡΕΛΟΣ, ΤΥΦΛΟΣ ΚΙ ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ

Δεν υπήρχε πια ο κόσμος παρά μόνο η πλάτη της και ο τρόπος που αυτή πλησίαζε με τα χέρια της έναν τοίχο και από πίσω της εγώ για να την κολλήσω πάνω και μέσα μου. Όλα αυτά πριν δύο καλοκαίρια. Κοιτάζω τις φωτογραφίες. Δεν ήταν απλά εκείνες οι μέρες και οι νύχτες στο κρεβάτι. Ήταν κάτι πιο βαθύ. Ήταν αυτή που ήταν παντού, στις λέξεις, στα γέλια, στις κινήσεις, στο φαγητό μου, στον τρόπο που έπιανε το κεφάλι μου, το έβαζε στα γόνατά της και ύστερα λιγάκι αφηρημένη με κοιτούσε σα να ήμουν η αλληλογραφία της ημέρας της. Ο πιο άσχημος άνδρας ήταν όμορφος για αυτή και σήμερα λέω πως αυτό ακριβώς είναι η ομορφιά. Μικροκαμωμένη να περπατά σαν αλατιέρα ανάμεσα σ΄ ένα κορίτσι και σ΄ ένα αγόρι, χέρια και πόδια εκστασιασμένα να κουνιούνται σαν υπαίθρια παράσταση που μόλις τελείωσε ή μόλις άρχισε: τούτη η μικρή ένα ποιητικό αριστούργημα, ίδια με ηρωίδα που ξάπλωσε ακαριαία, από την πρώτη κιόλας ματιά, τον θύτη-συμπρωταγωνιστή στο ντιβάνι της, με το που της φίλησα το χέρι σαν ιππότης, που ποτέ δεν
ήμουν.

Η ομορφιά• ένας δρόμος, νυχτερινός ουρανός και αυτή. Έτσι ξαφνικά.

Εγώ ήδη στα 38 και η μικρή μόλις 22. Μια ξεχωριστή περίπτωση. Ευφυής σαν ουρανοξύστης, που άμα τον κοιτάς από κάτω παθαίνεις υψοφοβία και άμα τον ανεβαίνεις ίλιγγο. Και ‘γω σε σκαλωσιά να καθαρίζω τζάμια, ο πιο τυχερός και ο πιο άτυχος εργάτης-μετανάστης στον κόσμο της. Ένας κόσμος αποκαλυπτικός, προκλητικός και ταυτόχρονα παλιομοδίτικος, εγωκεντρικός σαν δελφική θεά και ευαίσθητος σαν μίσχος, ενθουσιώδης και υπερβολικός, αυτόνομος, πολύπλοκος και ποιητικά συγκινητικός, σαν ένας μικρός ανθόκηπος.

Στην αρχή ήταν το χρυσόψαρό μου.
Μες τη φωτεινή γυάλα της την έκανα πολύ γούστο να πλατσουρίζει στα ρηχά και γω να αλλάζω το νερό. Δροσιά! Διασκέδαζα αφάνταστα να τη βλέπω να θυμώνει και να ενθουσιάζεται με το παραμικρό, της έλεγα πόσο τέλεια είναι και καθώς αυτή ευχαριστιόταν σα βουλιμική, μου έφτιαχνε αυτομάτως η διάθεση. Λες και το φως της ενεργητικότητας, του ενθουσιασμού, της νεανικής επίγνωσής της μου μετάγγιζαν κάβες αίματος, την ρουφούσα τούτη τη μικρή και αισθανόμουν σχεδόν ηδονικά και μόνο με την ιδέα ότι ένα τέτοιο πλάσμα ήταν δικό μου, της έκανα έρωτα, κυριαρχούσα στις ημέρες της, μου αφιέρωνε το χρόνο της, με έπαιρνε τηλέφωνα, μου άφηνε σημειώματα, μου έγραφε γράμματα, μου έστελνε γλυκάκια στη δουλειά. Ήμουν ο κυρίαρχός της.

Κοροϊδία. Καμαρώστε έναν κυρίαρχο που έβαλε όλη την τέχνη του και δίδαξε σε ένα χρυσόψαρο πώς να κυριαρχεί επάνω στον κυρίαρχό του.

«Μα κοίτα είσαι κούκλα» της έλεγα κρατώντας το πρόσωπό της και ήξερα αμέσως πως γινόμουν ο υπηρέτης της, ένας σκύλος στα πόδια της κυρίας του, το χαλάκι εισόδου της, και αυτή την ίδια στιγμή απολάμβανε καθώς σκουπιζόταν πάνω μου, αφού ήξερε ότι έχω θέση υπηρέτη, σκύλου και χαλιού, ήξερε ότι θα της έκανα με προθυμία όλα τα χατίρια, ότι δεν θα της αρνιόμουν ο,τιδήποτε, γιατί ήξερε ακριβώς τα λόγια που χρειάζονταν για να με κάνει να της πω ναι, γιατί ήξερε ότι στα χέρια της είχε τον έλεγχο των πραγμάτων.

«Κούλαρε μαλάκα» μου έλεγα, «κούλαρε» και με έβγαζα σε μπαρ για βραδινές φλυαρίες με άλλες κυρίες. Μάταια. «Εξαφανίσου μαλάκα, πες ότι πνίγεσαι στη δουλειά και μη σηκώνεις τηλέφωνα» μου έλεγα, αλλά στο τέλος της μέρας, μου ήταν απύθμενα βασανιστικό να έχει περάσει μια ολόκληρη ημέρα και να μην έχω νέα της μικρής, ούτε ένα τόσο δα μήνυμα στο κινητό μου.

Και έτσι κάπως ήρθε και η ζήλια.

Μια ζήλια για τα πάντα. Όταν δεν ήταν μαζί μου ήμουν εκτός εαυτού και μόνο με τη σκέψη ότι εκεί που είναι περνά καλά, ότι εκεί που είναι υπάρχουν νέα αγόρια που την επιθυμούν, που μπορεί να κάνει έρωτα μαζί τους, ότι θα με παρατήσει, με τρέλαινε.
Και μαζί με τη ζήλια άρχιζαν και οι ερωτήσεις: Και αφού είναι δικιά μου και την έχω στο κρεβάτι μου, γιατί αισθάνομαι ότι δεν την έχω; Και αφού λιώνει για μένα, το μαρτυρούσε ο τρόπος που με κοίταζε, ο τρόπος που κάναμε έρωτα, ο τρόπος που μου μιλούσε γιατί νιώθω υποτελής της; Κάποιος νέος θα τη βρει και θα μου την πάρει, έλεγα και τρελαινόμουν, θα την πάρει από μένα που ξύπνησα τις αισθήσεις της, που την προετοίμασα για εκείνον.

Αλλά δεν ήταν αυτή η αληθινή αιτία της ζήλιας μου.

Η αιτία της ζήλιας μου ήταν ο πραγματικός λόγος που ήρθε αυτή μαζί μου. Γιατί δεν ήρθε μαζί μου από επιθυμία για υποταγή, από επιθυμία για καθοδήγηση, ούτε επειδή αναζητούσε έναν πατρικό εραστή που θα της χάριζε ασφάλεια και άνεση.
Ήρθε μαζί μου από καθαρή εγωκεντρικότητα. Και αυτό δεν το άντεχα. Από εγωκεντρικότητα για να κερδίσει το απόλυτο ενδιαφέρον, για να γίνει το κυρίαρχο πάθος ενός συγκροτημένου ανθρώπου που σε όλα τα πεδία ήταν κατασταλαγμένος, πειθαρχημένος και σοβαρός, για να εισέλθει σε έναν κόσμο που αλλιώς θα της ήταν κλειστός και στο τέλος να τον αλώσει.

Η περίπτωση τούτης της μικρής δεν ήταν η υποταγή αλλά η δύναμη.

Και όλο αυτό ήταν το πιο δύσκολο εγκεφαλικό παιχνίδι της ζωής μου.

Η διαπλοκή της κυριαρχίας δυο ισχυρών προσωπικοτήτων με διαφορά ηλικίας 16 ετών. Η έλξη, η ψύχωσή μου για εκείνη και η αντιψύχωσή της για εμένα. Ένα παιχνίδι ευφυΐας.
Αλλά εγώ εμπλεκόμουν ολοένα και περισσότερο συναισθηματικά σε αυτό το παιχνίδι και γινόμουν όλο και περισσότερο δυστυχής.

Γιατί μες το παιχνίδι της ευφυΐας ήρθε και ο έρωτας.

Και ήμουν πολύ μεγάλος για να παίζω. Αβάσταχτο. Μια νέα γυναίκα, με την οποία ξεκινάς κάτι δροσερό για πλάκα, καταλήγει να διεισδύει ολοένα και πιο βαθειά μέσα σου. Αβάσταχτο. Και τότε είναι που ουρλιάζεις «Παράτα με ήσυχο. Πρέπει να απαλλαγώ».
Και μετά γίνεσαι σκληρός. Έτσι ξαφνικά.

Μες το δρόμο. Καθώς την βλέπεις να κλαίει, πρέπει να την βλέπεις να κλαίει, είσαι πιο δυστυχής από αυτή, αλλά αυτή πρέπει να κλαίει, είναι πολύ νέα και θα της περάσει, λες, μείνε ακίνητος, παίξ’το αναίσθητος, μην υποκύψεις «Μου ράγισες την καρδιά. Παίζεις διαρκώς τον σοφό που ξέρει τα πάντα. Μάθε και αυτό. Μου ράγισες την καρδιά. Μου έρχεται να ξεράσω με το που σε βλέπω» ουρλιάζει η μικρή, ρουφάει τη μύτη της, τα μάτια της από πράσινα έγιναν κατακόκκινα, είναι ακόμη όμορφη, σου αρέσει τρελά, νιώθεις μια ακατανίκητη επιθυμία να την φιλήσεις, σου γυρίζει την πλάτη, είναι η ίδια πλάτη με αυτή που σου πήρε το μυαλό, μην τρέξεις πίσω της μαλάκα λες, μπαίνεις σε ένα ταξί και είσαι δυστυχής γιατί ξέρεις καλά πως ακόμη όλα είναι αυτή.

Τέρμα οι συναισθηματισμοί λες, καθώς διαγράφεις τα δέκα νούμερα του κινητού της μικρής από τις επαφές σου και τον εγκέφαλό σου.

Αύριο είναι μια καινούρια μέρα. Ξαναφοράς το κοστούμι, ξαναπάς στη δουλειά, ξαναβαριέσαι στα μπαρ, ξαναλές πως όλες οι γυναίκες είναι καριόλες πουτάνες και παραμυθιάζεις τον λατρεμένο εαυτό σου πως τάχα όλα πάντα ήταν ο κόσμος. Μαλάκα, μόλις έχασες οριστικά το παιχνίδι.

www.psema.gr - Πηγή:www.protagon.gr

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα